ταρσός

ταρσός
I
Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους Aργείους, που αναζητούσαν την Ιώ με τον Τριπτόλεμο. Κατά μια άλλη εκδοχή ήταν και αυτή, όπως και η Αγχιάλη, κτίσμα του βασιλιά της Ασσυρίας Σαρδανάπαλου. Πιθανότατα όμως ιδρύθηκε από τον βασιλιά των Ασσυρίων Σεναχηρείμ γύρω στο 690 π.Χ., με σκοπό την εξασφάλιση των κτήσεών του στα N της Μικράς Ασίας. Όσο οι Πέρσες κυριαρχούσαν στη Μικρά Ασία και στη Συρία, η Τ. ήταν έδρα βασιλείου, υποτελούς στον βασιλιά των Περσών. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ξενοφώντα, όταν κυριεύτηκε από τον Κύρο τον Νεότερο (401 π.Χ.), ήταν μεγάλη και ισχυρή. Στα ελληνιστικά χρόνια ανήκε στους Σελευκίδες και στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, πήγε με το μέρος του πρώτου. Στην πόλη αυτή υποδέχτηκε με μεγαλοπρέπεια ο Μάρκος Αντώνιος τη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα. Εκεί πέθανε ο Pωμαίος αυτοκράτορας Τάκιτος και σε αυτήν θάφτηκε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός. Η T., στην περίοδο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, ήταν ονομαστή για τη φιλολογική και φιλοσοφική σχολή της, που συναγωνιζόταν τις ανάλογες σχολές της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας.
Στην Τ. γεννήθηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι Αντίπατρος, Αρχέδημος, Νέστορας και οι 2 Αθηνόδωροι καθώς και οι γραμματικοί Αρτεμίδωρος και Διόδωρος, ο τραγικός ποιητής Διονυσίδης και πολλοί άλλοι λόγιοι και φιλόσοφοι, από τους οποίους αρκετοί έζησαν στη Ρώμη. Στην πόλη αυτή υπήρχε και μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, στην οποία γεννήθηκε ο απόστολος Παύλος.
Στα ερείπια της αρχαίας Τ. έγιναν αρχαιολογικές έρευνες από Γάλλους επιστήμονες και βρέθηκαν διάφορα αντικείμενα όπως νομίσματα, ένας στατήρας από ήλεκτρο του 6ου αι. π.Χ., ένας από ασήμι του 500-450 π.Χ. και άλλα αντικείμενα.
Ταρσός: η λεγόμενη πύλη της Κλεοπάτρας.
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Λιβαδειάς, του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυριακίου.
* * *
ο, ΝΜΑ, και αττ. τ. ταρρός και ετερογενής τ. πληθ. τά ταρσά Α
νεοελλ.
1. ανατ. α) συμπαγής μάζα οστών που καταλαμβάνει το οπίσθιο ήμισυ τού άκρου ποδιού και αποτελείται από 7 βραχέα οστά διατεταγμένα σε δύο στοίχους, έναν οπίσθιο, δηλαδή τον αστράγαλο και την πτέρνα, και έναν πρόσθιο, δηλαδή το κυβοειδές, το σκαφοειδές και τρία σφηνοειδή οστά
β) μηνοειδές πέταλο στερρού συνδετικού ιστού στο άνω και κάτω βλέφαρο στα οποία δίνει σταθερότητα, καθώς και μορφή στα βλεφαρικά χείλη, αλλ. βλεφαρικός ταρσός
2. (συγκρ. ανατ.) α) (στα τετράποδα σπονδυλόζωα) τμήμα τού σκελετού τών πίσω άκρων το οποίο αντιστοιχεί με τον αστράγαλο και την πτέρνα και αρθρώνεται με το ζευγοπόδιο και με τα οστά τού μεταταρσίου
β) εντομολ. το πέμπτο τμήμα τού ποδιού ενός εντόμου
αρχ.
1. πλέγμα, ιδίως καλαμωτό, το οποίο χρησίμευε για την ξήρανση τού τυριού και διαφόρων φρούτων («ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῑθον», Ομ. Οδ.)
2. (γενικά) καλάθι
3. πλεγμένες μεταξύ τους ρίζες («οὐκ ἐνοχλεῑ γὰρ τῷ ταρρῷ διὰ τὴν βραχυρριζίαν», Θεόφρ.)
4. καλαμωτό πλέγμα για τη στήριξη πλινθοδομής
5. συνεκδ. διάφοροι άλλοι ανατομικοί σχηματισμοί όπως: α) το πέλμα τού ποδιού
β) η παλάμη τού χεριού
γ) το πόδι
δ) ο αστράγαλος
6. (κατ' επέκτ.) α) (σε συνεκφορά με τη γεν. κωπῶν) το πλατύ ακραίο τμήμα τού κουπιού
β) το κουπί
γ) (με περιλπτ. σημ.) η σειρά τών κουπιών στη μία πλευρά τού πλοίου
δ) το φτερό
ε) (σε συνεκφορά με τη γεν. πτέρυγος) η ανοιχτή φτερούγα
στ) η ουρά τού παγωνιού
ζ) (σε συνεκφορά με τη γεν. ὀδόντων) η σειρά τών δοντιών πριονιού
η) η σύριγγα τού Πανός
θ) η άκρη τού βλεφάρου μαζί με τις βλεφαρίδες
7. (κατά τον Ησύχ.) «λίθος ὁ κάτω τιθέμενος ἐν τῷ ἰπνῷ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρσ- τού θ. τερσ- τού τέρσομαι* «ξηραίνομαι» και συνδέεται με τα: αρμ. ťaŕ «πλατιά ράβδος όπου αποξηραίνονταν τα σταφύλια», αρχ. άνω γερμ. darra «εγκατάσταση όπου αποξηραίνονται τα φρούτα», νορβ. tarre «πλέγμα, καλαμωτή». Η αρχική σημ. τής λ. ταρσός, όπως φαίνεται και από τους αντίστοιχους τ. τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ήταν «πλατύ καλαμωτό πλέγμα το οποίο χρησίμευε για την αποξήρανση διαφόρων ειδών διατροφής» (πρβλ. τη σημ. τού ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»). Στη συνέχεια, ωστόσο, η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κάθε πεπλατυσμένη επιφάνεια, όπως το πέλμα τού ποδιού, την παλάμη τού χεριού, το πλατύ ακραίο τμήμα τού κουπιού, την άκρη τού βλεφάρου μαζί με τις βλεφαρίδες και έτσι αποσπάστηκε φανερά από την αρχική σημ. τής ξήρανσης. Σ' αυτό βοήθησε και η αντικατάσταση, στην καθημερινή χρήση τής γλώσσας, τού ρ. τέρσομαι από τα συνώνυμα αναίνω, -ομαι, ξηραίνω, -ομαι. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, η λ. χρησιμοποιείται στην ανατομία για να δηλώσει το πίσω και κάτω τμήμα τού ποδιού, το μεταξύ τών σφυρών και τού μεταταρσίου (πρβλ. γαλλ. tarse, metatarse)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ταρσός — frame of wicker work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσός — frame of wicker work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσός — ο το πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 11 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 20 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού …   Dictionary of Greek

  • ταρροί — ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρροῦ — ταρσός frame of wicker work masc gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρῷ — ταρσός frame of wicker work masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρόν — ταρσός frame of wicker work masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρός — ταρσός frame of wicker work masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”